- μανάκιν
- μανάκιν, τό,A = μανιάκιον, necklace, POxy.114.8 (ii/iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάνακιν — το ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών πτηνών τής οικογένειας pipridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. manakin < γερμ. manneken «μικρός άνθρωπος»] … Dictionary of Greek